Κύκλος Συναντήσεων της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών στις Βρυξέλλες
Αντιπροσωπεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Διοικητικού της Συμβουλίου κ. Νικόλαο Καραμούζη και Προέδρου της Eurobank Ergasias, το μέλος του Δ.Σ. κ. Παναγιώτη Ρουμελιώτη και Πρόεδρο της Attica Bank, τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Λεωνίδα Φραγκιαδάκη, τον Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο της Eurobank Ergasias και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΕΤ κ. Σταύρο Ιωάννου, τον Γενικό Διευθυντή της Τράπεζας Πειραιώς και μέλος της Επιτροπής Αγορών και Κεφαλαίων της ΕΕΤ κ. Αθανάσιο Αρβανίτη και τη Γενική Γραμματέα της ΕΕΤ κα Χαρούλα Απαλαγάκη, πραγματοποίησε σειρά προγραμματισμένων συναντήσεων στις Βρυξέλλες. Η ΕΕΤ συναντήθηκε αρχικά με ομάδα Ελλήνων Ευρωβουλευτών υπό το συντονισμό του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Δημητρίου Παπαδημούλη. Στη συνέχεια, τα παραπάνω μέλη της ΕΕΤ συνάντησαν τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων κ. Pierre Moscovici, ο οποίος μετά τη συνάντηση δήλωσε:
"Είχα σήμερα την ευκαιρία να συναντήσω τον Πρόεδρο και το Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και να συζητήσουμε τις τελευταίες εξελίξεις στην Ελληνική οικονομία και τον τραπεζικό τομέα. Το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης παρέχει μια ευκαιρία στην Ελληνική Οικονομία να γυρίσει σελίδα μετά από μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας και να οικοδομήσει μια ισχυρή ανάκαμψη. Αυτό προϋποθέτει τη συνέχιση των προσπαθειών για την εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως η υλοποίηση της στρατηγικής για τα κόκκινα δάνεια, η διασφάλιση των καλύτερων διεθνών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης και η εφαρμογή του νέου νομοθετικού πλαισίου. Καλωσορίζω το γεγονός ότι υπάρχει η πρόθεση να ολοκληρωθούν τραπεζικές μεταρρυθμίσεις-κλειδιά και να επιλυθούν προκλήσεις που έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τις αρχές και όλους τους θεσμικούς εταίρους προκειμένου να βοηθήσει την Ελλάδα να βγει από το πρόγραμμα και η χώρα να μπορεί να σταθεί και πάλι στα δυο της πόδια”.
Η αντιπροσωπεία της ΕΕΤ συνάντησε επίσης τον Επίτροπο κ. Δημήτριο Αβραμόπουλο, αρμόδιο για θέματα Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων και, τέλος, συναντήθηκε με τον Εκπρόσωπο Τύπου της Επιτροπής κ. Μαργαρίτη Σχοινά. Σε όλες τις συναντήσεις συζητήθηκαν οι πρόσφατες θετικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, τις αγορές και το τραπεζικό σύστημα μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Τονίστηκε όμως παράλληλα ότι οι προκλήσεις παραμένουν και είναι σημαντικές όπως κυρίως η ανάκτηση της επενδυτικής και καταθετικής εμπιστοσύνης, η απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές, η αύξηση της ρευστότητας και γενικότερα η επιστροφή σε υψηλό και σταθερό ρυθμό ανάπτυξης - κρίσιμη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των μεγάλων ζητημάτων που κληροδότησε η κρίση. Η ΕΕΤ τόνισε στις συναντήσεις την ανάγκη να υλοποιηθούν με συνέπεια οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί με την πρόσφατη συμφωνία και να υλοποιηθούν χωρίς καθυστερήσεις οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα επιταχύνουν τη δημιουργία μια σύγχρονης ευρωπαϊκής ανταγωνιστικής οικονομίας και την επιστροφή σε αναπτυξιακή τροχιά και εκδήλωσε προς τους Έλληνες ευρωβουλευτές την επιθυμία και διάθεση να συνεργαστεί στενά και σε επίπεδο επιμέρους επιτροπών και κοινοβουλίου προς την κατεύθυνση αυτή.
Μετά την ολοκλήρωση των συναντήσεων ο Πρόεδρος της ΕΕΤ κ. Ν. Καραμούζης δήλωσε για λογαριασμό της ΕΕΤ.
“Η σταθερή βελτίωση των συνθηκών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς και της ελληνικής οικονομίας είναι υπόθεση όλων μας. Οφείλουμε να εκμεταλλευτούμε τις θετικές εξελίξεις και τις σημαντικές προσαρμογές που έχουν ήδη υλοποιηθεί, και να αντιμετωπίσουμε αποφασιστικά τα προβλήματα που κληροδότησε η μεγάλη κρίση των τελευταίων ετών. Η ΕΕΤ θα συνεχίσει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, να καταθέτει προτάσεις και να συνεργάζεται με όλους τους φορείς με στόχο τη βελτίωση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης των αγορών στην προοπτική της χώρας, την ολοκληρωμένη ενημέρωση, την αύξηση των επενδύσεων, τον εξωστρεφή δυναμικό προσανατολισμό της οικονομίας, την ελεύθερη πρόσβαση στις αγορές και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, διότι αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την υγιή ανάπτυξη του τραπεζικού κλάδου και την ικανότητά του να χρηματοδοτήσει την οικονομία”.